του Νικόλα Σεβαστάκη

Αποδεχόμενος αυτή την εκδοχή, θα έλεγε κανείς ότι υπάρχει μια ευαισθησία του κοινού της Αριστεράς, η οποία αντιστέκεται στη λογική της πολιτικής εθιμοτυπίας και στους κανόνες που φέρει μαζί της η εκλογική και πολιτική κλίμακα του 27%.

Έτσι, το όλο συμβάν, δεν φαίνεται να παρουσιάζει κανένα ιδιαίτερο μυστήριο. Δεν είναι άλλωστε η πρώτη φορά που αμφισβητείται η σχέση κάποιων κινήσεων της αριστερής ηγεσίας με τα συναισθήματα και τις βαθύτερες ευαισθησίες των αριστερών. Και, εύλογα, δεν θα είναι και η τελευταία φορά.
Δεν μπορώ, παρόλα αυτά, να μην κάνω κάποιες άλλες σκέψεις, κάπως πιο δύστροπες και ίσως με μια δόση θυμού για το θέμα. Διότι, πέρα από όλα τα παραπάνω, το θέμα δεν είναι η ένταση (εύλογη και πολλές φορές παραγωγική) ανάμεσα σε real politik και πεποίθηση, ανάμεσα στην τάξη της πολιτικής αρχών και στη σφαίρα της πρακτικής πολιτικής.

Θεωρώ ότι έχει φτάσει η ώρα να συζητηθεί ανοιχτά αυτό το δύσκολο θέμα, κι ας μοιάζει εκτός ημερήσιας διάταξης. Είναι, όπως είπα, μια ιστορία με βάθος χρόνου, με καταγωγή από τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Από τότε, το ηθικό «περί δικαίου αίσθημα» των αριστερών καθορίζεται αποκλειστικά από τον αντιφασισμό και το είδος του ειρηνισμού το οποίο πλαισίωνε τη διαίρεση του κόσμου στο «αμυντικό» (ο θεός να το κάνει) σοσιαλιστικό στρατόπεδο και σε μια επιθετική Δύση. Οτιδήποτε υπονοούσε σύνδεση ή συναρμογή με τα δυτικά συμφέροντα ήταν εξορισμού το κακό και μάλιστα το μοναδικό κακό. Επομένως, κάθε δύναμη αλλά και κάθε πολιτική ρητορική που εμφανιζόταν να αποκλίνει ή να εχθρεύεται τη Δύση, είτε έχαιρε συμπάθειας είτε εντασσόταν στην «πολιτική ύφεσης και ειρήνης».

Πέρασαν τα χρόνια, η Αριστερά διασπάστηκε στις πιο διαφορετικές εκδοχές, ο υπαρκτός σοσιαλισμός κατέπεσε. Πολλά από τα νέα πολιτικά και πολιτισμικά δεδομένα της τελευταίας εικοσαετίας φαίνονται ακατανόητα από τη σκοπιά της παραδοσιακής ανάλυσης. Οι ισλαμικές επαναστάσεις, ο σαλαφισμός, τα εθνοτικά και θρησκευτικά χαοτικά φαινόμενα. Πριν από αυτά, ελάχιστα κατανοήθηκε η φύση των καθεστώτων που διαμορφώθηκαν από εκδοχές του λαϊκού αραβικού εθνικισμού ή των αντιαποικιακών κινημάτων απελευθέρωσης στην Αφρική.
Η ηθική της πεποίθησης των αριστερών ανθρώπων, ακόμα και εκείνων που υιοθέτησαν την κριτική στο όνειδος του υπαρκτού σοσιαλισμού, παραμένει εγκλωβισμένη στον αντιφασιστικό ειρηνισμό. Για την ακρίβεια, δονείται και αποκτά υψηλές συχνότητες όταν απέναντί της ή στο στόχαστρό της έχει ένα δυτικό υποκείμενο. Το ισραηλινό κράτος, πέρα από τις συγκεκριμένες πολιτικές ευθύνες των ελίτ του στην υπόθεση της Παλαιστίνης, αντιπροσωπεύει την κατεξοχήν «δυτική» ταυτότητα στον χώρο της Μέσης Ανατολής. Σε άλλες περιπτώσεις, εκεί δηλαδή όπου ο κρινόμενος είναι φορέας μιας στρατηγικής απόκλισης ή μιας αντιιμπεριαλιστικής ιδιοτυπίας ή ενός είδους αντιστασιακού φρονήματος (όποια και αν είναι η ουσία του) μπορεί να υπάρξει καταδίκη, ακόμα και κάποια σκληρά λόγια. Αλλά τα λόγια αυτά και η καταδίκη –που ακόμα και σήμερα πολλά τμήματα της Αριστεράς τη βρίσκουν ύποπτη– είναι άνευρα, δίχως τη ξεχωριστή ένταση και το ρέον πάθος που συναντούμε στις κλασικές περιπτώσεις αντίθεσης στους «σφαγείς των λαών».

Αναρωτιέμαι: στην υποθετική περίπτωση όπου ένας Τσίπρας θα συναντούσε τον Αχμαντινετζάντ θα αφυπνιζόταν άραγε το αντιφασιστικό ειρηνιστικό περί δικαίου αίσθημα; Θα υπήρχε απαίτηση για εξηγήσεις; Θα εμφανιζόταν ο ίδιος φόβος ότι κάτι άλλο παίζεται, ότι εδώ κάτι περίεργο κρύβεται;
Το ζήτημα δεν είναι τα περίφημα δύο μέτρα και δύο σταθμά. Το ζήτημα είναι ότι δεν καταλαβαίνουμε ότι αυτό το «πράγμα» (ο Αχμαντινετζάντ και ο έτερος πόλος εξουσίας στο Ιράν, οι «πνευματικοί ηγέτες») σχετίζεται ουσιαστικά με τη σκλήρυνση και τα αδιέξοδα της ισραηλινής πολιτικής. Όπως δεν καταλαβαίνουμε ότι η παρουσία της Αλ Κάιντα στα κατεχόμενα εδάφη και στον ευρύτερο παλαιστινιακό χώρο βαραίνει στην εμπειρία ήττας και απαξίωσης των διαφορετικών φωνών μέσα στο ίδιο το Ισραήλ.
Ίσως όμως να υπήρχε μια άλλη αίσθηση των πραγμάτων αν στην αριστερή ηθική της πεποίθησης, στον αριστερό ψυχισμό, επιδρούσε όχι μόνο ο αντιφασισμός αλλά και ένας αριστερός αντιολοκληρωτισμός, αυτή η λησμονημένη παράδοση που θάφτηκε από τους «φιλελεύθερους» απολογητές του Ψυχρού Πολέμου και τους εκλαϊκευτές της σοβιετικής σοφίας. Αν επιζούσε το κριτικό και οξύ πνεύμα ενός Καμύ, ενός Βικτόρ Σερζ, ενός Όργουελ, ενός Ίρβινγκ Χάου. Αν μπορούσε να εμπνεύσει η κληρονομιά εκείνων που εν μέσω σοβιετολατρίας είπαν ένα μεγάλο και καθαρό όχι, παραμένοντας στην άβολη θέση μιας μειονότητας που ήθελε να είναι υπέρ των κοινωνικών αλλαγών αλλά όχι στην υπηρεσία του αντιδυτικού συνδρόμου.


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου