του Μάνου Αυγερίδη
Τίποτα δεν προμήνυε αυτό το ξέσπασμα και θα ’λεγε κανείς πως δεν το δικαιολογεί κιόλας.
Ένας νέος άνθρωπος που μόλις έχει τελειώσει τις σπουδές του και βγαίνει στην αγορά εργασίας
Και η κοπέλα αυτή δεν ήταν η μόνη, δυο μέρες μετά βρέθηκα ξανά μπροστά σ’ ένα παρόμοιο περιστατικό. Απογοήτευση, άγχος, ενοχή για τα «μη παραγωγικά» χρόνια των σπουδών, που τείνουν να απαξιωθούν πλήρως στον δημόσιο λόγο, για την καθυστερημένη βουτιά στα βαθιά νερά της «πραγματικής ζωής»; Δεν είμαι σε θέση να αναλύσω τις επιπτώσεις της κρίσης στην ψυχική υγεία –έχω διαβάσει διάφορα σχόλια και μ’ έναν τρόπο βιώνω κι ο ίδιος τη «συλλογική κατάθλιψη» που μοιάζει να έχει παραλύσει μια ολόκληρη σχεδόν χώρα. «Είναι ο καπιταλισμός, ηλίθιε», θα έλεγε χωρίς πολύ σκέψη κάποιος σαν τον Μπογιόπουλο — και δικαίως, ίσως. Ωστόσο, η διάχυτη βία που διαμορφώνει τη νέα πραγματικότητα στην οποία ζούμε μοιάζει να έχει μια ποιοτική διαφορά από την καθημερινότητα του καπιταλισμού που πρόλαβε να γνωρίσει η γενιά μου. Επιχειρεί –μάλλον επιτυχώς προς το παρόν– με όλα τα μέσα να κλείσει και την τελευταία χαραμάδα που επέτρεπε στο φως να εισχωρήσει στο δωμάτιο, που επέτρεπε στον αέρα να μεταφέρει έστω μια μυρωδιά απ’ το μέλλον. Να τη σφραγίσει μια και καλή. Να αφαιρέσει το δικαίωμα, όχι μόνο στο όνειρο, στην ουτοπία και την ελπίδα, αλλά και στο άλλοτε ορατό, στο πιθανό μέλλον.
Αυτή θα είναι λοιπόν η ζωή μας από δω και πέρα; Θα συνηθίσουμε να «βλέπουμε τους φίλους μας χαμένους μες τις μικρές αγγελίες, τους γονείς μας βυθισμένους στο άγχος, τα κορίτσια μας φοβισμένα», όπως γράφει το Βυτίο; Να αντιδράσουμε. Να σπάσουμε τον τοίχο. Τον τοίχο όμως, όσο δυνατά κι αν τον χτυπά κανείς με γυμνά χέρια, δεν θα καταφέρει να τον σπάσει. Κι εμείς συνεχίζουμε να ματώνουμε τις γροθιές μας πανικόβλητοι, χωρίς να κοιτάμε δίπλα μας. Σκέφτομαι τις πλατείες: έπρεπε να είναι πλατείες αλληλεγγύης, και κατά καιρούς ήταν. Με πόση ευκολία όμως άλλαζαν πρόσωπο και γίνονταν αφιλόξενοι τόποι· αφιλόξενοι για τον δημόσιο υπάλληλο που λατρεύουμε να μισούμε, για τον ξένο, τον μικροπωλητή και τον ζητιάνο, για τον διαφορετικό που αναστάτωνε την κανονικότητά μας. Αν δεν θέλουμε να δούμε τον πρωθυπουργό (αυτόν και τον επόμενο) να πραγματοποιεί την υπόσχεσή του για έναν εργαζόμενο σε κάθε οικογένεια, ένα πρώτο βήμα είναι να φτιάξουμε πλατιά αλληλεγγύη, πλατείες αλληλεγγύης. Πλατείες, πανεπιστήμια, εργασιακούς χώρους, κοινότητες. Όσο κλισέ κι αν ακούγεται αυτό, δεν το έχουμε κατακτήσει ακόμα.
Γιατί το σημαντικό δεν είναι πως η κρίση και κυρίως η διαχείρισή της πλήττει εμάς του ίδιους, αλλά πως γονατίζει όσους αγαπάμε. Τους φίλους, τους γονείς, τα κορίτσια μας. Την κυρία που κατοικεί με όλα της τα υπάρχοντα στο στενό πεζοδρόμιο της Σαχτούρη. Κι αυτό, διάολε, δε χωνεύεται με τίποτα.
ΥΓ. «Αλληλεγγύη», ακόμα κι αυτήν την υπέροχη λέξη η Εκκλησία της Ελλάδος κατάφερε να την ευτελίσει με τις αμαρτωλές ΜΚΟ, τα σκάνδαλα, τις κομπίνες. Η Εκκλησία που εξαιρείται τώρα από τον φόρο για τα ακίνητα τη στιγμή που ακόμα και οι άνεργοι καλούνται να πληρώσουν υπό την απειλή διακοπής του ρεύματος. Θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου και θύραν περιοχής περί τα χείλη μου.
***
To εξαιρετικό σχόλιο του Βυτίου,
«με δάκρυα στα μάτια» (http://tovytio.wordpress.com/2011/09/12/m_papai/), το «εφεδρικό μίσος» της Niemandsrose (http://niemandsrose-niemandsrose.blogspot.com/2011/09/blog-post_13.html) και το «με τα μάτια κλειστά» του Costinho (http://blog.costinho.gr), υπήρξαν ισχυρό κίνητρο για να γράψω το άρθρο αυτό. Αξίζει τον κόπο, πιστεύω, να διαβαστούν.
Χαρακτικό του Καρλ Ρέσινγκ, από το λεύκωμα «Η προκατάληψή μου ενάντια στην εποχή μας», Βερολίνο 1932.
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
18 Σεπτεμβρίου - στην αρένα με τ’ άγρια θηρία δηλαδή για να ακριβολογούμε - δεν βρίσκει εύκολα δουλειά και δύσκολα καταφέρνει να επιβιώνει αξιοπρεπώς χωρίς κάποια βοήθεια από το σπίτι του· αλλά αυτό συνέβαινε, έστω και σε μικρότερο βαθμό, και πριν την κρίση.
«Τι κάνεις; Ψάχνω για δουλειά». Συνήθως ακολουθεί χαμόγελο και μια σχεδόν συνωμοτική ματιά. Ξέρουμε κι οι δυο τι θα ειπωθεί μετά. «Τίποτα, ε;» «Τίποτα». Έχω συνηθίσει σε τέτοιου είδους διαλόγους τους τελευταίους μήνες, έχουν αντικαταστήσει τους συνήθεις τυπικούς –λιγότερο ή περισσότερο– χαιρετισμούς εδώ και καιρό. Τα τελευταία στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής δείχνουν αύξηση της ανεργίας κατά 36,6% από τον Μάιο του 2010. Αλλά ποιος χρειάζεται τα επίσημα στοιχεία;
Μια αγαπημένη μου φίλη ψάχνει για δουλειά περίπου οκτώ μήνες. Εντατικά και σχολαστικά.
Στην αρχή φιλτράριζε τις αγγελίες με βάση τι την ενδιέφερε περισσότερο, τι της άρεσε, τι αντιστοιχούσε «στο αντικείμενό της». Από το καλοκαίρι και μετά έχει αρχίσει να στέλνει βιογραφικά παντού για να δουλέψει οπουδήποτε. «Ζητείται κοπέλα για γραμματειακή εργασία σε συνεργείο αυτοκινήτων», μου δείχνει μια μέρα. «Στο εστιατόριο που τρών’ τα συνεργεία μπήκε το θέμα σου, έτσι στ’ αστεία», σκέφτηκα φωναχτά. Γελάσαμε. Ψάξαμε το τραγούδι στο ίντερνετ, το ακούσαμε. «Εφτά βοηθοί και τρεις μαστόροι, μαζί τους είναι και οι σερβιτόροι». Πολλοί μου φαίνονται για τα σημερινά δεδομένα, εξορθολογισμός, εξυγίανση, περικοπές, λουκέτα…
«Λοιπόν, θα πάρω τηλέφωνο». «Πάρε». Στα δύο πρώτα τηλεφωνήματα δεν απάντησε κανείς, στο τρίτο την ενημέρωναν πως η θέση έχει καλυφθεί. «Δεν μπήκε το θέμα σου, ούτε στ’ αστεία»…
Το πείραγμά μου έμεινε στη μέση, αφού έκπληκτος την είδα να κλείνει το τηλέφωνο σχεδόν καταρρέοντας. Δύσπνοια, ταχυκαρδία, κρύος ιδρώτας και μετά δάκρυα. Ξέσπασμα.
Κρίση πανικού.Τίποτα δεν προμήνυε αυτό το ξέσπασμα και θα ’λεγε κανείς πως δεν το δικαιολογεί κιόλας.
Και η κοπέλα αυτή δεν ήταν η μόνη, δυο μέρες μετά βρέθηκα ξανά μπροστά σ’ ένα παρόμοιο περιστατικό. Απογοήτευση, άγχος, ενοχή για τα «μη παραγωγικά» χρόνια των σπουδών, που τείνουν να απαξιωθούν πλήρως στον δημόσιο λόγο, για την καθυστερημένη βουτιά στα βαθιά νερά της «πραγματικής ζωής»; Δεν είμαι σε θέση να αναλύσω τις επιπτώσεις της κρίσης στην ψυχική υγεία –έχω διαβάσει διάφορα σχόλια και μ’ έναν τρόπο βιώνω κι ο ίδιος τη «συλλογική κατάθλιψη» που μοιάζει να έχει παραλύσει μια ολόκληρη σχεδόν χώρα. «Είναι ο καπιταλισμός, ηλίθιε», θα έλεγε χωρίς πολύ σκέψη κάποιος σαν τον Μπογιόπουλο — και δικαίως, ίσως. Ωστόσο, η διάχυτη βία που διαμορφώνει τη νέα πραγματικότητα στην οποία ζούμε μοιάζει να έχει μια ποιοτική διαφορά από την καθημερινότητα του καπιταλισμού που πρόλαβε να γνωρίσει η γενιά μου. Επιχειρεί –μάλλον επιτυχώς προς το παρόν– με όλα τα μέσα να κλείσει και την τελευταία χαραμάδα που επέτρεπε στο φως να εισχωρήσει στο δωμάτιο, που επέτρεπε στον αέρα να μεταφέρει έστω μια μυρωδιά απ’ το μέλλον. Να τη σφραγίσει μια και καλή. Να αφαιρέσει το δικαίωμα, όχι μόνο στο όνειρο, στην ουτοπία και την ελπίδα, αλλά και στο άλλοτε ορατό, στο πιθανό μέλλον.
Αυτή θα είναι λοιπόν η ζωή μας από δω και πέρα; Θα συνηθίσουμε να «βλέπουμε τους φίλους μας χαμένους μες τις μικρές αγγελίες, τους γονείς μας βυθισμένους στο άγχος, τα κορίτσια μας φοβισμένα», όπως γράφει το Βυτίο; Να αντιδράσουμε. Να σπάσουμε τον τοίχο. Τον τοίχο όμως, όσο δυνατά κι αν τον χτυπά κανείς με γυμνά χέρια, δεν θα καταφέρει να τον σπάσει. Κι εμείς συνεχίζουμε να ματώνουμε τις γροθιές μας πανικόβλητοι, χωρίς να κοιτάμε δίπλα μας. Σκέφτομαι τις πλατείες: έπρεπε να είναι πλατείες αλληλεγγύης, και κατά καιρούς ήταν. Με πόση ευκολία όμως άλλαζαν πρόσωπο και γίνονταν αφιλόξενοι τόποι· αφιλόξενοι για τον δημόσιο υπάλληλο που λατρεύουμε να μισούμε, για τον ξένο, τον μικροπωλητή και τον ζητιάνο, για τον διαφορετικό που αναστάτωνε την κανονικότητά μας. Αν δεν θέλουμε να δούμε τον πρωθυπουργό (αυτόν και τον επόμενο) να πραγματοποιεί την υπόσχεσή του για έναν εργαζόμενο σε κάθε οικογένεια, ένα πρώτο βήμα είναι να φτιάξουμε πλατιά αλληλεγγύη, πλατείες αλληλεγγύης. Πλατείες, πανεπιστήμια, εργασιακούς χώρους, κοινότητες. Όσο κλισέ κι αν ακούγεται αυτό, δεν το έχουμε κατακτήσει ακόμα.
Γιατί το σημαντικό δεν είναι πως η κρίση και κυρίως η διαχείρισή της πλήττει εμάς του ίδιους, αλλά πως γονατίζει όσους αγαπάμε. Τους φίλους, τους γονείς, τα κορίτσια μας. Την κυρία που κατοικεί με όλα της τα υπάρχοντα στο στενό πεζοδρόμιο της Σαχτούρη. Κι αυτό, διάολε, δε χωνεύεται με τίποτα.
ΥΓ. «Αλληλεγγύη», ακόμα κι αυτήν την υπέροχη λέξη η Εκκλησία της Ελλάδος κατάφερε να την ευτελίσει με τις αμαρτωλές ΜΚΟ, τα σκάνδαλα, τις κομπίνες. Η Εκκλησία που εξαιρείται τώρα από τον φόρο για τα ακίνητα τη στιγμή που ακόμα και οι άνεργοι καλούνται να πληρώσουν υπό την απειλή διακοπής του ρεύματος. Θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου και θύραν περιοχής περί τα χείλη μου.
***
To εξαιρετικό σχόλιο του Βυτίου,
«με δάκρυα στα μάτια» (http://tovytio.wordpress.com/2011/09/12/m_papai/), το «εφεδρικό μίσος» της Niemandsrose (http://niemandsrose-niemandsrose.blogspot.com/2011/09/blog-post_13.html) και το «με τα μάτια κλειστά» του Costinho (http://blog.costinho.gr), υπήρξαν ισχυρό κίνητρο για να γράψω το άρθρο αυτό. Αξίζει τον κόπο, πιστεύω, να διαβαστούν.
Χαρακτικό του Καρλ Ρέσινγκ, από το λεύκωμα «Η προκατάληψή μου ενάντια στην εποχή μας», Βερολίνο 1932.
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
18 Σεπτεμβρίου - στην αρένα με τ’ άγρια θηρία δηλαδή για να ακριβολογούμε - δεν βρίσκει εύκολα δουλειά και δύσκολα καταφέρνει να επιβιώνει αξιοπρεπώς χωρίς κάποια βοήθεια από το σπίτι του· αλλά αυτό συνέβαινε, έστω και σε μικρότερο βαθμό, και πριν την κρίση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου