Στις ηρωικές εποχές της ανανεωτικής αριστεράς, στα
πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, ορισμένα στελέχη της, όταν ερχόταν η στιγμή
των κρίσιμων ψηφοφοριών, είχαν επινοήσει τη μέθοδο της αφόδευσης (ευγενική
διατύπωση).
Εξαφανίζονταν στα ουρητήρια και έτσι ήταν άμοιροι της ευθύνης για όποια απόφαση είχε παρθεί. Και με τον αστυφύλαξ και με τον χωροφύλαξ.
Αυτό μεταβιβάστηκε και στις νεώτερες γενιές, στις διάφορες κομματικές μεταλλάξεις της ανανεωτικής αριστεράς. Συνόδευσε, ως κακοδαιμονία, έναν πολιτικό χώρο που πολλές φορές προτιμούσε να μιλάει επί της διαδικασίας και όχι επί της ουσίας. Η ηθικολογία υποκατέστησε την πολιτική. Αυτό είναι εμφανές και στις περισσότερες από τις κεντρικές πολιτικές επιλογές του ιστορικού συνεχιστή της ανανεωτικής αριστεράς. Το στρογγύλεμα των λόγων και των επιλογών ακύρωνε την πολιτική στόχευση.
Αυτή η πρακτική, φυσικά, δεν ήταν αποκλειστικό προνόμιο του χώρου. Ανθοφόρησε και σε άλλους πολιτικούς οργανισμούς και ήταν το πολιτικό υπόστρωμα του λαϊκισμού.
Η κύρια φροντίδα όσων απέφευγαν να πάρουν συγκεκριμένη θέση σε συγκεκριμένα προβλήματα ήταν να είναι αρεστοί, είτε στην εξουσία είτε στον «λαό».
Προτιμούσαν να χαϊδεύουν αυτιά αντί να λένε αλήθειες. Δεν επιδίωκαν να είναι χρήσιμοι, ήθελαν να είναι συμπαθείς.
Δυστυχώς, αυτή η παθολογία ανακυκλώνεται, ως κεντρική πολιτική επιλογή, στις πρακτικές νεοπαγούς πολιτικού σχηματισμού. Οι σκέψεις που ακολουθούν διατυπώνονται με κάθε καλοπιστία και, γιατί όχι, με συμπάθεια. Έχουμε πλέον, από την ιδρυτική εξαγγελία του Ποταμιού έως σήμερα, ένα επαρκές corpus δηλώσεων, τοποθετήσεων και θέσεων που μας επιτρέπει να εξάγουμε κάποια πρώτα συμπεράσματα.
Η ασάφεια των πολιτικών επιλογών
Υπάρχουν τέσσερις κεντρικές πολιτικές επιλογές του Ποταμιού που πρέπει να εξετασθούν από κοινού, δεδομένου ότι προέρχονται από την ίδια σχολή σκέψης. Στο κορυφαίο δίλημμα της ελληνικής κοινωνίας μνημόνιο/αντιμνημόνιο, ο ιδρυτής του κόμματος απαντάει ότι «λύσεις των μνημονίων ή άρνησης των μνημονίων είναι το ίδιο λαϊκι
στικές».
Άρα, ούτε μνημόνιο ούτε αντιμνημόνιο, δηλαδή τι;
Στο κρίσιμο ερώτημα σε ποια πολιτική ομάδα του Ευρωκοινοβουλίου θα ενταχθεί εάν το Ποτάμι εκλέξει ευρωβουλευτές, η απάντηση είναι θα δούμε και θα αποφασίσουμε αφού μας ψηφίσετε. Ως απάντηση στο γιατί δεν υποστηρίζει προφανείς περιπτώσεις για τις δημοτικές εκλογές, όπως ο Γιώργος Καμίνης και ο Γιάννης Μπουτάρης, κατασκευάζει ολόκληρο θεωρητικό σκεπτικό, το οποίο αναρτά στο site του, υποστηρίζοντας ότι «τα κόμματα θα πρέπει να δεχτούν ότι οι τοπικές κοινωνίες πρέπει να “αυτονομηθούν”», θέση την οποία αναιρεί λίγες ημέρες αργότερα (ορθά) υπό το βάρος της γενικής κατακραυγής.
Στο ζήτημα των κυβερνητικών συνεργασιών, ιδιαίτερα κρίσιμο σε μια χώρα όπου ο παρών συσχετισμός πολιτικών και κομματικών δυνάμεων αποκλείει κάθε πιθανότητα μονοκομματικών κυβερνήσεων, στην αρχή δηλώνει ότι δεν συνεργάζεται με κανέναν, στη συνέχεια ότι θα μπορούσε να συνεργαστεί και με τα δύο μεγάλα κόμματα, στη συνέχεια ότι θα μπορούσε να συνεργαστεί μόνο με τον ΣΥΡΙΖΑ, και ούτω καθεξής.
Η απαρίθμηση των τεσσάρων σημείων σκιαγραφεί την κεντρική επιλογή του Ποταμιού. Αγοράστε το προϊόν μας αμπαλαρισμένο, χωρίς να γνωρίζετε τι περιέχει μέσα. Δώστε και μια λευκή επιταγή για την αξία του και τελειώσαμε. Όλα αυτά συνιστούν άρνηση της ίδιας της ουσίας της πολιτικής. Συνιστούν άρνηση του σκληρού πυρήνα της άσκησης πολιτικής. Πολιτική σημαίνει να ενεργείς υπέρ του γενικού συμφέροντος. Να συνθέτεις τα επιμέρους και να προτείνεις λύσεις. Όχι να πετάς τη μπάλα στο αράουτ, παίζοντας καθυστέρηση. Είναι ακριβώς η ίδια νοοτροπία που οδήγησε τη χώρα στην καταστροφή, με τους πολιτικούς να επιδιώκουν να χαϊδεύουν αυτιά αντί να παίρνουν αποφάσεις, έστω και με πολιτικό κόστος. Είναι μια βαθύτατα α-πολιτική προσέγγιση, στα όρια της αντιπολιτικής.
Όταν κάποιος αρνείται την ουσία της πολιτικής, πρέπει να προσφέρει κάποιο υποκατάστατο. Ο ιδρυτής του νεοπαγούς κόμματος το έχει επινοήσει, όπως το διατυπώνει σε πρόσφατη συνέντευξή του στο ΒΗΜΑ: «Πιστεύω σε μια συνωμοσία του Καλού: όσοι βλέπουμε το αδιέξοδο της χώρας να παραμερίσουμε τις διαφορές μας και να βρούμε τις λύσεις». Το πολιτικό υποκείμενο μετατρέπεται σε ενωμοτία προσκόπων. Ο αρχηγός της ενωμοτίας προτρέπει τα μέλη της να κάνουν μια καλή πράξη κάθε ημέρα. Έχουν όλα αυτά κάποια σχέση με την πολιτική;
Η διάκριση δεξιάς – αριστεράς
Είναι προφανές ότι σε μια τέτοια προσκοπική αντίληψη περί πολιτικής, η διάκριση δεξιάς – αριστεράς εξαφανίζεται. Με τα λόγια του ιδρυτή: «Ο άξονας Δεξιά – Αριστερά δεν σημαίνει σχεδόν τίποτα στη σημερινή Ελλάδα. Το Ποτάμι είναι ένα προοδευτικό Κίνημα στον άξονα συντήρησης – προόδου. Ποιος είναι αριστερός; Αυτός που ζητάει τη διόγκωση του κράτους; Η σύγχρονη Αριστερά έχει φύγει από αυτά τα δόγματα. Είχα φίλους στην Αριστερά –και ας μου επιτραπεί ο όρος– και δασκάλους, όπως ο Μιχάλης Παπαγιαννάκης, που έδιναν εντελώς διαφορετικό ορισμό στην έννοια αριστερός. Αριστερός δεν είναι αυτός που αντιδρά, αλλά αυτός που δρα».
Πέραν της λογικής ανακολουθίας να μιλάει κανείς για αριστερούς όταν αρνείται την ύπαρξη της αριστεράς, ο ορισμός του αριστερού ως κάποιου που «δρα» είναι ιδιαίτερα προβληματικός. Οι Χρυσαυγίτες που δρουν σε 24ωρη βάση είναι αριστεροί; Οι ρατσιστές που επιτίθενται σε μετανάστες, σε πλήρη δράση, είναι αριστεροί; Τότε πώς ορίζονται οι ακροδεξιοί; Εάν το μόνο κριτήριο είναι η δράση, τότε τι ακριβώς σημαίνει ο άξονας «συντήρησης – προόδου»; Η ιδεολογική σύγχυση, είτε σκόπιμη είτε εξ αμελείας, είναι προφανής.
Τα χάιδεμα του «λαού»
Με βάση όσα εκτέθηκαν ανωτέρω, δεν προκαλεί έκπληξη ότι ο ιδρυτής δηλώνει πως «ο κόσμος έχει κάνει μεγαλύτερο άλμα από αυτό που νομίζουν οι κομματικές νομενκλατούρες, έχει ανεβεί κατηγορία, και οι παλιοί πολιτικοί δεν το έχουν καταλάβει». Ο λαός ξέρει ποιοι φταίνε, γιατί ο ίδιος είναι πάνσοφος και αλάνθαστος. Σε μια μελό διατύπωση του ιδρυτή, «αν πας στις γειτονιές, θα σου πουν ότι “αυτοί δεν αλλάζουν”».
Άρα γνωρίζουμε τους αποκλειστικά υπεύθυνους. «Το πολιτικό σύστημα της χώρας ήταν αυτό που μας αρρώστησε». Και τι κάνουμε τότε; Και σε αυτό υπάρχει απάντηση: «“42 υπέροχοι τύποι” που δεν έχουν υπηρετήσει ποτέ στις “αυλές των συμφερόντων”», δηλαδή οι υποψήφιοι ευρωβουλευτές του Ποταμιού.
Αξίζει να παραθέσουμε στο σημείο αυτό τον ορισμό της έννοιας του λαϊκισμού, όπως τον διατυπώνουν οι Cas Mudde και Cristobal Rovira Kaltwasser: «O λαϊκισμός ορίζεται ως μία αβαθής ιδεολογία (thin centered ideology) που θεωρεί την κοινωνία ως στην ουσία διαχωρισμένη σε δύο ομοιογενείς και ανταγωνιστικές ομάδες, τον “αγνό λαό” ενάντια στις “διεφθαρμένες ελίτ”, και που υποστηρίζει ότι η πολιτική θα πρέπει να αποτελεί έκφραση της volonté générale (γενικής βούλησης) του λαού».
Η διαφορά ανάμεσα στον λαϊκισμό του Ποταμιού και στους γνωστούς αριστεροδέξιους λαϊκισμούς είναι στην απόχρωση: Ο ΣΥΡΙΖΑ και οι Ανεξάρτητοι Έλληνες είναι σκληροί λαϊκιστές.
Το Ποτάμι είναι μια ελαφρολαϊκή, light, εκδοχή.
Η απαξίωση των κομμάτων και ο αδιαμεσολάβητος ηγέτης
Τα κόμματα είναι θεμελιώδης θεσμός της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Οφείλουν να συνθέτουν τα επιμέρους κοινωνικά αιτήματα σε συνεκτική πολιτική, κάνοντας τους απαραίτητους συμβιβασμούς. Το ότι στην Ελλάδα λειτούργησαν πελατειακά και ενέδωσαν στις κάθε είδους συντεχνίες δεν πρέπει να μας οδηγήσει στην απαξίωση των κομμάτων ως συστατικών στοιχείων της δημοκρατίας. Το αίτημα των μεταρρυθμιστικών δυνάμεων είναι ο ριζικός μετασχηματισμός της κομματικής λειτουργίας, είτε με μετεξέλιξη των υπαρχόντων κομμάτων είτε με τη δημιουργία νέων κομματικών σχηματισμών.
Το Ποτάμι, από την ίδρυσή του, απέφυγε επιμελώς κάθε είδους κομματική δόμηση. Δεν συγκρότησε οποιαδήποτε λειτουργία λήψης αποφάσεων, θεσμικά προσδιορισμένη. Αυτό που υπάρχει είναι ο ηγέτης που συνεπικουρείται από 42 υπέροχους τύπους. Στη βιβλιογραφία, αυτή η αδιαμεσολάβητη σχέση ηγέτη – λαού, που στην Ελλάδα πρωτοεμφανίστηκε με τον Ανδρέα Παπανδρέου και στη Λατινική Αμερική με τον Περόν, έχει εξαντλητικά εξεταστεί, και το συμπέρασμα είναι ότι έχει προκαλέσει σοβαρά προβλήματα σε πολλές χώρες. Τα δημοκρατικά οργανωμένα κόμματα είναι ο θεμέλιος λίθος μιας σύγχρονης δημοκρατίας. Αυτό, προς το παρόν τουλάχιστον, το αγνοεί το Ποτάμι.
Όπως εύστοχα παρατηρεί ο Δήμος Αθανασόπουλος, «κεντρικό στοιχείο αυτού του πολιτικού σχηματισμού είναι η συγχρονική σύγκληση αξιόλογων προσωπικοτήτων με διαχρονικά αποκλίνουσες απόψεις. Αφετηριακό σημείο αυτής της σύγκλησης είναι η απόρριψη των ιδεολογικών όρων διαμόρφωσης των πολιτικών κομμάτων μετά τη μεταπολίτευση και η καταδίκη του μοντέλου λειτουργίας των».
Εξαφανίζονταν στα ουρητήρια και έτσι ήταν άμοιροι της ευθύνης για όποια απόφαση είχε παρθεί. Και με τον αστυφύλαξ και με τον χωροφύλαξ.
Αυτό μεταβιβάστηκε και στις νεώτερες γενιές, στις διάφορες κομματικές μεταλλάξεις της ανανεωτικής αριστεράς. Συνόδευσε, ως κακοδαιμονία, έναν πολιτικό χώρο που πολλές φορές προτιμούσε να μιλάει επί της διαδικασίας και όχι επί της ουσίας. Η ηθικολογία υποκατέστησε την πολιτική. Αυτό είναι εμφανές και στις περισσότερες από τις κεντρικές πολιτικές επιλογές του ιστορικού συνεχιστή της ανανεωτικής αριστεράς. Το στρογγύλεμα των λόγων και των επιλογών ακύρωνε την πολιτική στόχευση.
Αυτή η πρακτική, φυσικά, δεν ήταν αποκλειστικό προνόμιο του χώρου. Ανθοφόρησε και σε άλλους πολιτικούς οργανισμούς και ήταν το πολιτικό υπόστρωμα του λαϊκισμού.
Η κύρια φροντίδα όσων απέφευγαν να πάρουν συγκεκριμένη θέση σε συγκεκριμένα προβλήματα ήταν να είναι αρεστοί, είτε στην εξουσία είτε στον «λαό».
Προτιμούσαν να χαϊδεύουν αυτιά αντί να λένε αλήθειες. Δεν επιδίωκαν να είναι χρήσιμοι, ήθελαν να είναι συμπαθείς.
Δυστυχώς, αυτή η παθολογία ανακυκλώνεται, ως κεντρική πολιτική επιλογή, στις πρακτικές νεοπαγούς πολιτικού σχηματισμού. Οι σκέψεις που ακολουθούν διατυπώνονται με κάθε καλοπιστία και, γιατί όχι, με συμπάθεια. Έχουμε πλέον, από την ιδρυτική εξαγγελία του Ποταμιού έως σήμερα, ένα επαρκές corpus δηλώσεων, τοποθετήσεων και θέσεων που μας επιτρέπει να εξάγουμε κάποια πρώτα συμπεράσματα.
Η ασάφεια των πολιτικών επιλογών
Υπάρχουν τέσσερις κεντρικές πολιτικές επιλογές του Ποταμιού που πρέπει να εξετασθούν από κοινού, δεδομένου ότι προέρχονται από την ίδια σχολή σκέψης. Στο κορυφαίο δίλημμα της ελληνικής κοινωνίας μνημόνιο/αντιμνημόνιο, ο ιδρυτής του κόμματος απαντάει ότι «λύσεις των μνημονίων ή άρνησης των μνημονίων είναι το ίδιο λαϊκι
στικές».
Άρα, ούτε μνημόνιο ούτε αντιμνημόνιο, δηλαδή τι;
Στο κρίσιμο ερώτημα σε ποια πολιτική ομάδα του Ευρωκοινοβουλίου θα ενταχθεί εάν το Ποτάμι εκλέξει ευρωβουλευτές, η απάντηση είναι θα δούμε και θα αποφασίσουμε αφού μας ψηφίσετε. Ως απάντηση στο γιατί δεν υποστηρίζει προφανείς περιπτώσεις για τις δημοτικές εκλογές, όπως ο Γιώργος Καμίνης και ο Γιάννης Μπουτάρης, κατασκευάζει ολόκληρο θεωρητικό σκεπτικό, το οποίο αναρτά στο site του, υποστηρίζοντας ότι «τα κόμματα θα πρέπει να δεχτούν ότι οι τοπικές κοινωνίες πρέπει να “αυτονομηθούν”», θέση την οποία αναιρεί λίγες ημέρες αργότερα (ορθά) υπό το βάρος της γενικής κατακραυγής.
Στο ζήτημα των κυβερνητικών συνεργασιών, ιδιαίτερα κρίσιμο σε μια χώρα όπου ο παρών συσχετισμός πολιτικών και κομματικών δυνάμεων αποκλείει κάθε πιθανότητα μονοκομματικών κυβερνήσεων, στην αρχή δηλώνει ότι δεν συνεργάζεται με κανέναν, στη συνέχεια ότι θα μπορούσε να συνεργαστεί και με τα δύο μεγάλα κόμματα, στη συνέχεια ότι θα μπορούσε να συνεργαστεί μόνο με τον ΣΥΡΙΖΑ, και ούτω καθεξής.
Η απαρίθμηση των τεσσάρων σημείων σκιαγραφεί την κεντρική επιλογή του Ποταμιού. Αγοράστε το προϊόν μας αμπαλαρισμένο, χωρίς να γνωρίζετε τι περιέχει μέσα. Δώστε και μια λευκή επιταγή για την αξία του και τελειώσαμε. Όλα αυτά συνιστούν άρνηση της ίδιας της ουσίας της πολιτικής. Συνιστούν άρνηση του σκληρού πυρήνα της άσκησης πολιτικής. Πολιτική σημαίνει να ενεργείς υπέρ του γενικού συμφέροντος. Να συνθέτεις τα επιμέρους και να προτείνεις λύσεις. Όχι να πετάς τη μπάλα στο αράουτ, παίζοντας καθυστέρηση. Είναι ακριβώς η ίδια νοοτροπία που οδήγησε τη χώρα στην καταστροφή, με τους πολιτικούς να επιδιώκουν να χαϊδεύουν αυτιά αντί να παίρνουν αποφάσεις, έστω και με πολιτικό κόστος. Είναι μια βαθύτατα α-πολιτική προσέγγιση, στα όρια της αντιπολιτικής.
Όταν κάποιος αρνείται την ουσία της πολιτικής, πρέπει να προσφέρει κάποιο υποκατάστατο. Ο ιδρυτής του νεοπαγούς κόμματος το έχει επινοήσει, όπως το διατυπώνει σε πρόσφατη συνέντευξή του στο ΒΗΜΑ: «Πιστεύω σε μια συνωμοσία του Καλού: όσοι βλέπουμε το αδιέξοδο της χώρας να παραμερίσουμε τις διαφορές μας και να βρούμε τις λύσεις». Το πολιτικό υποκείμενο μετατρέπεται σε ενωμοτία προσκόπων. Ο αρχηγός της ενωμοτίας προτρέπει τα μέλη της να κάνουν μια καλή πράξη κάθε ημέρα. Έχουν όλα αυτά κάποια σχέση με την πολιτική;
Η διάκριση δεξιάς – αριστεράς
Είναι προφανές ότι σε μια τέτοια προσκοπική αντίληψη περί πολιτικής, η διάκριση δεξιάς – αριστεράς εξαφανίζεται. Με τα λόγια του ιδρυτή: «Ο άξονας Δεξιά – Αριστερά δεν σημαίνει σχεδόν τίποτα στη σημερινή Ελλάδα. Το Ποτάμι είναι ένα προοδευτικό Κίνημα στον άξονα συντήρησης – προόδου. Ποιος είναι αριστερός; Αυτός που ζητάει τη διόγκωση του κράτους; Η σύγχρονη Αριστερά έχει φύγει από αυτά τα δόγματα. Είχα φίλους στην Αριστερά –και ας μου επιτραπεί ο όρος– και δασκάλους, όπως ο Μιχάλης Παπαγιαννάκης, που έδιναν εντελώς διαφορετικό ορισμό στην έννοια αριστερός. Αριστερός δεν είναι αυτός που αντιδρά, αλλά αυτός που δρα».
Πέραν της λογικής ανακολουθίας να μιλάει κανείς για αριστερούς όταν αρνείται την ύπαρξη της αριστεράς, ο ορισμός του αριστερού ως κάποιου που «δρα» είναι ιδιαίτερα προβληματικός. Οι Χρυσαυγίτες που δρουν σε 24ωρη βάση είναι αριστεροί; Οι ρατσιστές που επιτίθενται σε μετανάστες, σε πλήρη δράση, είναι αριστεροί; Τότε πώς ορίζονται οι ακροδεξιοί; Εάν το μόνο κριτήριο είναι η δράση, τότε τι ακριβώς σημαίνει ο άξονας «συντήρησης – προόδου»; Η ιδεολογική σύγχυση, είτε σκόπιμη είτε εξ αμελείας, είναι προφανής.
Τα χάιδεμα του «λαού»
Με βάση όσα εκτέθηκαν ανωτέρω, δεν προκαλεί έκπληξη ότι ο ιδρυτής δηλώνει πως «ο κόσμος έχει κάνει μεγαλύτερο άλμα από αυτό που νομίζουν οι κομματικές νομενκλατούρες, έχει ανεβεί κατηγορία, και οι παλιοί πολιτικοί δεν το έχουν καταλάβει». Ο λαός ξέρει ποιοι φταίνε, γιατί ο ίδιος είναι πάνσοφος και αλάνθαστος. Σε μια μελό διατύπωση του ιδρυτή, «αν πας στις γειτονιές, θα σου πουν ότι “αυτοί δεν αλλάζουν”».
Άρα γνωρίζουμε τους αποκλειστικά υπεύθυνους. «Το πολιτικό σύστημα της χώρας ήταν αυτό που μας αρρώστησε». Και τι κάνουμε τότε; Και σε αυτό υπάρχει απάντηση: «“42 υπέροχοι τύποι” που δεν έχουν υπηρετήσει ποτέ στις “αυλές των συμφερόντων”», δηλαδή οι υποψήφιοι ευρωβουλευτές του Ποταμιού.
Αξίζει να παραθέσουμε στο σημείο αυτό τον ορισμό της έννοιας του λαϊκισμού, όπως τον διατυπώνουν οι Cas Mudde και Cristobal Rovira Kaltwasser: «O λαϊκισμός ορίζεται ως μία αβαθής ιδεολογία (thin centered ideology) που θεωρεί την κοινωνία ως στην ουσία διαχωρισμένη σε δύο ομοιογενείς και ανταγωνιστικές ομάδες, τον “αγνό λαό” ενάντια στις “διεφθαρμένες ελίτ”, και που υποστηρίζει ότι η πολιτική θα πρέπει να αποτελεί έκφραση της volonté générale (γενικής βούλησης) του λαού».
Η διαφορά ανάμεσα στον λαϊκισμό του Ποταμιού και στους γνωστούς αριστεροδέξιους λαϊκισμούς είναι στην απόχρωση: Ο ΣΥΡΙΖΑ και οι Ανεξάρτητοι Έλληνες είναι σκληροί λαϊκιστές.
Το Ποτάμι είναι μια ελαφρολαϊκή, light, εκδοχή.
Η απαξίωση των κομμάτων και ο αδιαμεσολάβητος ηγέτης
Τα κόμματα είναι θεμελιώδης θεσμός της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Οφείλουν να συνθέτουν τα επιμέρους κοινωνικά αιτήματα σε συνεκτική πολιτική, κάνοντας τους απαραίτητους συμβιβασμούς. Το ότι στην Ελλάδα λειτούργησαν πελατειακά και ενέδωσαν στις κάθε είδους συντεχνίες δεν πρέπει να μας οδηγήσει στην απαξίωση των κομμάτων ως συστατικών στοιχείων της δημοκρατίας. Το αίτημα των μεταρρυθμιστικών δυνάμεων είναι ο ριζικός μετασχηματισμός της κομματικής λειτουργίας, είτε με μετεξέλιξη των υπαρχόντων κομμάτων είτε με τη δημιουργία νέων κομματικών σχηματισμών.
Το Ποτάμι, από την ίδρυσή του, απέφυγε επιμελώς κάθε είδους κομματική δόμηση. Δεν συγκρότησε οποιαδήποτε λειτουργία λήψης αποφάσεων, θεσμικά προσδιορισμένη. Αυτό που υπάρχει είναι ο ηγέτης που συνεπικουρείται από 42 υπέροχους τύπους. Στη βιβλιογραφία, αυτή η αδιαμεσολάβητη σχέση ηγέτη – λαού, που στην Ελλάδα πρωτοεμφανίστηκε με τον Ανδρέα Παπανδρέου και στη Λατινική Αμερική με τον Περόν, έχει εξαντλητικά εξεταστεί, και το συμπέρασμα είναι ότι έχει προκαλέσει σοβαρά προβλήματα σε πολλές χώρες. Τα δημοκρατικά οργανωμένα κόμματα είναι ο θεμέλιος λίθος μιας σύγχρονης δημοκρατίας. Αυτό, προς το παρόν τουλάχιστον, το αγνοεί το Ποτάμι.
Όπως εύστοχα παρατηρεί ο Δήμος Αθανασόπουλος, «κεντρικό στοιχείο αυτού του πολιτικού σχηματισμού είναι η συγχρονική σύγκληση αξιόλογων προσωπικοτήτων με διαχρονικά αποκλίνουσες απόψεις. Αφετηριακό σημείο αυτής της σύγκλησης είναι η απόρριψη των ιδεολογικών όρων διαμόρφωσης των πολιτικών κομμάτων μετά τη μεταπολίτευση και η καταδίκη του μοντέλου λειτουργίας των».
Αυτή η προσέγγιση είναι ιδιαίτερη προβληματική.
Αποδεικνύεται από την περίπτωση της δημόσιας υποστήριξης της Ρένας Δούρου για
την Περιφέρεια Αττικής από τον Γιώργο Γραμματικάκη και τη δημόσια έντονη
εναντίωση της Βάσως Κιντή (αμφότεροι υποψήφιοι με το Ποτάμι για την Ευρωβουλή)
που δήλωσε ότι «η κ. Δούρου δεν ανήκει στην κεντροαριστερά αλλά στην κατ’ όνομα
αριστερά. Το ψηφοδέλτιό της προάγει την πιο απροκάλυπτη κομματικοποίηση, με
πλήρη περιφρόνηση στους νόμους (αφισορύπανση), χωρίς αυτοδιοικητική ατζέντα».
Συμπερασματικά, το μεγάλο πλεονέκτημα του Ποταμιού,
που ήταν το «νέο» σε σχέση με ένα φθαρμένο πολιτικό σύστημα, μοιάζει να
θολώνει, λόγω της ιδεολογικής αμφισημίας, της πολιτικής διγλωσσίας και της
οργανωτικής αμορφίας. Εύχομαι και ελπίζω ότι οι πολλοί και αξιόλογοι
υποστηρικτές του, αρκετοί από τους οποίους φίλοι δεκαετιών, θα κατανοήσουν ότι
το «στρίβειν δια του αρραβώνος» έχει πολύ σύντομη ημερομηνία λήξης. Ιδίως σε
μια χώρα όπου κάποιοι μάτωσαν για να την κρατήσουν όρθια εισπράττοντας την
«υψηλή κριτική» κάποιων που ήταν έξω από τον χορό ή τα παράτησαν στη μέση του
δρόμου.
Ο Πέτρος Παπασαραντόπουλος είναι συγγραφέας.
Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Μύθοι και Στερεότυπα της Ελληνικής Κρίσης»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου