H ρεμπέτισσα Α. Παπάζογλου μιλάει για τους ταγματασφαλίτες

για τη Σμύρνη, τον ξεριζωμό, την προσφυγιά και τη μετέπειτα ζωή της στην Κοκκινιά. Δημοσιεύουμε σήμερα ορισμένα αποσπάσματα, στα οποία η Παπάζογλου μιλάει για τους ταγματασφαλίτες (μας τα υπέδειξε η φίλη Ελένη Καρασαββίδου), καθώς ο γνήσιος λαϊκός της λόγος είναι, αρκετές φορές, πιο εύγλωττος από πολλές σελίδες αρθογραφίας.
"Ο αρχηγός τους - ηλέγανε - επί Γερμανών ήτανε ο Ράλλης. Έτσι έλεγε ο λαός… Αυτός τα είχε όλα σοφιστεί. Δικά του ήτανε τα τάγματα ασφαλείας - γερμανοτσολιάδες που τσι λέγανε.

Στη Σμύρνη αυτό οι Τούρκοι το λέγανε «γιοκλαμά», που ζώνανε μια περιφέρεια και στη γωνιά στεκούντανε ένας με τ’ αυτόματο κι απαγορευούντανε να βγεις έξω από την πόρτα σου, να μη βγεις έξω, να ’μπουνε να ψάξουνε ένα ένα σπίτι… Τότε κατάλαβα πως γερμανικό θα ’ναι το κόλπο αυτό. Ας το λέγανε οι Τούρκοι «γιοκλαμά».
Ζώνανε το μέρος τη νύχτα… Άκου ρεζίληδες… ολόκληρος γερμανικός στρατός ε; Να ζώνει γυναικόπαιδα και άοπλους, πεινασμένους, μισοπεθαμένους, ύστερα από τόση πείνα και μαρτύρια και σκλαβιά.

Οι Τούρκοι, όσο Τούρκοι και νάτανε, δεν ήτανε τόσο πολύ σαν τους τσολιάδες φωτιά. Λυσσασμένοι… Αφού να φανταστείς τι λυσσασμό είχανε, που μας μιλούσανε απ’ τα χωνιά και λέγανε: «Πούστηδεεεεες… Πουτάνεεεες… Στείλτε τα παιδιά σας να τα γαμήσομε… Στείλτε τα σε μας… Όποιος δε βγει από μέσα σε τρία λεπτά θα μπούμε μέσα και θα τον εκτελέσουμε επιτόπου. Από δεκατεσσάρω χρονώ μέχρι εξήντα, να βγούνε όλοι οι πούστηδες έξω… Οι πουτάνες οι μανάδες κι οι γυναίκες τους κι οι αδερφές τους να μας τους φέρουνε… Εμπρός καθάρματα… γρήγορα!».

Ύστερα πήρα τη Ζωή και πήγαμε στο νεκροταφείο να δούμε, και τσ’ είχανε θάψει σ’ ότι μπαίνεις αριστερά σε ομαδικούς τάφους. Μόν’ τα πόδια τους είχανε αφήσει απόξω. Τσ’ είχανε θαμμένους με το κεφάλι… φυτεμένους… ποιος ξέρει… μη τυχόν και ζήσει κανένας, να σκάσει. Κι ήτανε όλα τα πόδια με τσι κάρτσες έξω… Ήτανε, ντροπή, ξεκάρτσωτος… Κι ηγνώριζες τσι κάρτσες τ’ ανθρώπου σου, και τονε μνημόνευες εκειδά, κι ήπεφτες απάνω και θρηνούσες, κι ηκαταριόσουνα κι ησπάραζες.

«Πιάστε τον», ηλέγανε, «είναι πατριώτης». Φανερά το λέγανε: «Πιάστε τον, πάλεψε τσι Γερμανοί… Πιάστε τον. Βασανίστε τον, φυλακώστε τον, ξορίστε τον… Εκτελέστε τον. Δεν πρέπει να ζήσει να δει κι αύριο το πρωί αυτόν τον γαλανό ουρανό… Δεν τ’ αξίζει, δεν είναι Έλληνας. Δεν είναι δικός μας… δεν είναι κλέφτης… δεν είναι χαφιές… δεν είναι προδότης… (τους προδότες τους παρασημοφορούσανε)… Κι αν γλυτώσει την εκτέλεση, ξορίστε τον και δίνετέ του δυο δραχμές τη μέρα, και θέλει πεθάνει, θέλει ζήσει τέτοιος που είναι, αμετανόητος πατριώτης».
επιμέλεια: Ελένη Καρασαββίδου, Στρ. Μπουρνάζος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου