Ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα ὀνομάζεται μεγάλη γιατί μεγάλες καὶ ἀπερίγραπτες ὑπῆρξαν οἱ ὠφέλειες τὶς ὁποῖες λάβαμε κατ’ αὐτὴν τὴν ἑβδομάδα, ὅπως ὁ Ἄγ. Ἰωάννης Χρυσόστομος τονίζει: «Καταργήθηκε ὁ θάνατος, ἐξαφανίσθηκε ἡ κατάρα, ἡ τυραννικὴ ἐξουσία τοῦ διαβόλου καταλύθηκε, ἐνῶ ἔγινε ἡ συμφιλίωση τοῦ Θεοῦ μὲ τοὺς ἀνθρώπους».
Τὴ Μεγάλη Δευτέρα ἐπιτελοῦμε ἀνάμνηση τοῦἐνάρετου Ἰωσήφ, ὁὁποῖος εἶναι τύπος τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ἰωσήφ, ἀγαπητὸς υἱὸς τοῦ πατρὸς του Ἰακώβ, φθονήθηκε ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς του, οἱὁποῖοι ἀρχικὰ τὸν ἔριξαν σὲ ἕνα λάκκο καὶ ἔπειτα τὸν πούλησαν σὲ δουλεμπόρους. Στὴν Αἴγυπτο ὅμως ποὺ ἔφτασε ὁἸωσὴφ ἀντιστάθηκε στοὺς πειρασμοὺς καὶ ὁ Θεὸς τὸν δόξασε. Ἔγινε ὁ πρῶτος ἄρχοντας τῆς Αἰγύπτου καὶ διαχειρίστηκε μὲ θαυμαστὴ φρόνηση τὴν ἐξουσία του, ὥστε νὰ χορτάσει μὲ τροφὲς τὸ λαὸ κατὰ τὰ χρόνια τῆς πείνας ἐξαιτίας τῆς ἀκαρπίας τῆς γῆς.
Ὁ Ἰωσὴφ θεωρήθηκε τύπος καὶ προεικόνιση τοῦ Κυρίου, Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιατί καὶ Αὐτός, ἀγαπητὸς Υἱὸς τοῦ Πατρός, φθονήθηκε ἀπὸ τοὺς ὁμόφυλούς του Ἰουδαίους, πωλήθηκε ἀπὸ ἕναν μαθητή Του, βασανίστηκε καὶ ρίφθηκε νεκρὸς στὸν σκοτεινὸ τάφο.
Ἀκολούθως ἀνέστη μὲ δόξα καὶ μᾶς τρέφει μὲ τὸν Ἄρτο τῆς ζωῆς, δηλαδὴ μὲ τὸ πανάγιο Σῶμα Του. Ἐπίσης κατὰ τὴν Μ. Δευτέρα ἐπιτελοῦμε ἀνάμνηση τῆς ἄκαρπης συκιᾶς, τὴν ὁποία καταράστηκε ὁ Κύριος καὶ αὐτὴ ξεράθηκε, τύπος τῆς συναγωγῆς τῶν Ἑβραίων.Ὁ Ἰωσὴφ θεωρήθηκε τύπος καὶ προεικόνιση τοῦ Κυρίου, Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιατί καὶ Αὐτός, ἀγαπητὸς Υἱὸς τοῦ Πατρός, φθονήθηκε ἀπὸ τοὺς ὁμόφυλούς του Ἰουδαίους, πωλήθηκε ἀπὸ ἕναν μαθητή Του, βασανίστηκε καὶ ρίφθηκε νεκρὸς στὸν σκοτεινὸ τάφο.
Ἡ Ἐκκλησία μας ψάλλει: Τὸν νυμφῶνά σου βλέπω, Σωτήρ μου κεκοσμημένον, καὶἔνδυμα οὐκ ἔχω, ἴνα εἰσέλθω ἐν αὐτῶ, λάμπρυνόν μου τὴν στολὴν τῆς ψυχῆς, Φωτοδότα, καὶ σῶσον με.
Τὴ Μεγάλη Τρίτη ἐπιτελοῦμε ἀνάμνηση τῆς περὶ τῶν δέκα παρθένων γνωστότατης παραβολῆς τοῦ Κυρίου. ἩἘκκλησία μᾶς καλεῖ νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι γιὰ νὰ ὑποδεχθοῦμε, κρατώντας λαμπάδες τὶς ἀρετές μας, τὸν οὐράνιο Νυμφίο, τὸν Κύριο Ἰησοῦ, ὁὉποῖος θὰἔλθει αἰφνίδια, εἴτε εἰδικὰ γιὰ τὸν καθένα μας κατὰ τὴν στιγμὴ τοῦ θανάτου μας, εἴτε γενικὰ κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία. Ἐπίσης μᾶς καλεῖ, φέρνοντας μπροστά μας καὶ τὴν παραβολὴ τῶν ταλάντων νὰ καλλιεργήσουμε γιὰ νὰ αὐξήσουμε τὰ χαρίσματα ποὺ μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός.
«Ἐν ταῖς λαμπρότησι τῶν Ἁγίων σου, πῶς εἰσελεύσομαι ὁ ἀνάξιος; ἐὰν γὰρ τολμήσω συνεισελθεῖν εἰς τὸν νυμφώνα, ὁ χιτὼν μὲ ἐλέγχει, ὅτι οὐκ ἔστι τοῦ γάμου, καὶ δέσμιος ἐκβαλοῦμαι ὑπὸ τῶν Ἀγγέλων, καθάρισον Κύριε, τὸν ρύπον τῆς ψυχῆς μου, καὶ σῶσον μὲ ὡς φιλάνθρωπος».
Τὴ Μεγάλη Τετάρτη ἐπιτελοῦμε ἀνάμνηση τοῦ γεγονότος τῆς ἀλείψεως τοῦ Κυρίου ἀπὸ μία ἁμαρτωλὴ γυναίκα, λίγες ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὸ πάθος του. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ σκανδαλίζει τὸν φιλάργυρο Ἰούδα ὁ ὁποῖος πορεύεται πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς ποὺ ἦταν συγκεντρωμένοι στὴν αὐλὴ τοῦ Καϊάφα καὶ συμφωνεῖ μαζί τους τὴν προδοσία τοῦ Διδασκάλου γιὰ τριάκοντα ἀργύρια. Ἀπὸ τότε ζητᾶ τὴν εὐκαιρία νὰ τὸν παραδώσει σὲ αὐτούς.
«Σὲ τὸν τῆς Παρθένου Υἱόν, Πόρνη ἐπιγνοῦσα Θεὸν ἔλεγεν, ἐν κλαυθμῶ δυσωποῦσα, ὡς δακρύων ἄξια πράξασα. Διαλυσον τὸ χρέος, ὡς καγῶ τοὺς πλοκάμους, ἀγάπησον φιλοῦσαν, τὴν δικαίως μισουμένην, καὶ πλησίον τελωνῶν σὲ κηρύξω, Εὐεργέτα φιλάνθρωπε».
Κατὰ τὴν ἡμέρα αὐτὴ ψάλλεται τὸ περίφημο τροπάριο τῆς εὐσεβοῦς καὶ λόγιας ποιήτριας τῆς Ρωμιοσύνης Κασσιανῆς.
Τὴ Μεγάλη Πέμπτη ἐπιτελοῦμε ἀνάμνηση τεσσάρων γεγονότων: α) τῆς νίψεως τῶν ποδιῶν τῶν Ἀποστόλων ἀπὸ τὸν Κύριο, β) Τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, δηλαδὴ τῆς παραδόσεως σὲ ἐμᾶς ἀπὸ τὸν Κύριό τοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας, γ) Τῆς θαυμαστῆς προσευχῆς τοῦ Κυρίου πρὸς τὸν Πατέρα Του καὶ δ) Τῆς προδοσίας τοῦ Κυρίου ὑπὸ τοῦἸούδα. «Ὄτε οἱ ἔνδοξοι Μαθηταί, ἐν τῷ νιπτήρι τοῦ Δείπνου ἐφωτίζοντο, τότε Ἰούδας ὁ δυσσεβῆς, φιλαργυρίαν νοσήσας ἐσκοτίζετο, καὶ ἀνόμοις κριταῖς, σὲ τὸν δίκαιον Κριτὴν παραδίδωσι. Βλέπε χρημάτων ἐραστά, τὸν διὰ ταῦτα ἀγχόνη χρησάμενον, φεῦγε ἀκόρεστον ψυχὴν τὴν Διδασκάλω τοιαῦτα τολμήσασαν. Ὁ περὶ πάντας ἀγαθός, Κύριε δόξα σοί».
«Τὸν ἄρτον λαβῶν, εἰς χείρας ὁ προδότης, κρυφίως αὐτᾶς, ἐκτείνει καὶ λαμβάνει, τὴν τιμὴν τοῦ πλάσαντος, ταῖς οἰκείαις χερσὶ τὸν ἄνθρωπον, καὶ ἀδιόρθωτος ἔμεινεν, Ἰούδας ὁ δοῦλος καὶ δόλιος».
Τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ ἑορτάζουμε τὰ Πάθη τοῦ Κυρίου, δηλαδὴ ἐπιτελοῦμε ἀνάμνηση τῶν ἐμπτυσμῶν, τῶν ραπισμάτων, τῶν ὕβρεων, τῆς ἀνάκρισης ἀπὸ τὸν Πιλάτο, ὁ ὁποῖος μία καὶ δύο φορὲς ὁμολογεῖ πὼς εἶναι ἀθῶος, ὅμως πρὸς εὐχαρίστηση τῶν Ἰουδαίων, ψηφίζει θάνατον κατ’ αὐτοῦ, τοῦ φραγγέλιου, τῆς φρικτῆς μαστίγωσης, τοῦ ἀκάνθινου στέφανου, τῆς χλεύης ὑπὸ τῶν στρατιωτῶν τοῦ ἡγεμόνος, καὶ κυρίως τῆς σταυρώσεως καὶ τοῦ φρικτοῦ θανάτου τοῦ Κυρίου, τὴν ὥρα πού, καθὼς ἡ ἡμέρα ἦταν πανσέληνος, ἐσφάζετο κατὰ τὸ Νόμο ὁ πασχαλινὸς ἀμνός, ὁ ὁποῖος διατάχθηκε στοὺς Ἰουδαίους σὰν τύπος τοῦ Κυρίου. Τὸν Δεσποτικὸ τοῦτο θάνατο καὶ ἡ ἄψυχος κτίση πενθοῦσα τρέμει καὶ ἀλλοιοῦται ὑπὸ τοῦ φόβου. Μᾶς θυμίζει ἀκόμη ἡ Ἐκκλησία μας, αὐτὴ τὴ μέρα, τὴν ὁμολογία τοῦ ληστῆ πάνω στὸ σταυρό, μνήσθητί μου Κύριε ἐν τὴ Βασιλεία Σου.
«Τὰς αἰσθήσεις ἠμῶν, καθαρᾶς τῷ Χριστῷ παραστήσωμεν, καὶ ὡς φίλοι αὐτοῦ, τὰς ψυχᾶς ἠμῶν θύσωμεν δὶ' αὐτόν, καὶ μὴ ταῖς μερίμναις τοῦ βίου, συμπνιγῶμεν ὡς ὁἸούδας· ἀλλ' ἐν τοῖς ταμείοις ἡμῶν κράξωμεν· Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ἀπὸ τοῦ πονηροῦ ῥῦσαι ἡμᾶς».
«Τὸν Λῃστὴν αὐθημερόν, τοῦ Παραδείσου ἠξίωσας Κύριε, κᾀμὲ τῷ ξύλῳ τοῦ Σταυροῦ, φώτισον καὶ σῶσόν με. Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός, ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε, τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή, ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα, αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα, τὸ στόμα τὴν ἐν ὄξει κερασθεῖσαν χολὴν τῇ γεύσει, τὰ ὦτα τὰς δυσσεβεῖς βλασφημίας. Ὁ νῶτος τὴν φραγγέλωσιν, καὶ ἡ χεὶρ τὸν κάλαμον, αἱ τοῦ ὅλου σώματος ἐκτάσεις ἐν τῷ σταυρῷ, τὰἄρθρα τοὺς ἥλους, καὶ ἡ πλευρὰ τὴν λόγχην. Ὁ παθὼν ὑπὲρ ἡμῶν, καὶ παθῶν ἐλευθερώσας ἡμᾶς. Ὁ συγκαταβὰς ἡμῖν φιλανθρωπίᾳ, καὶ ἀνυψώσας ἡμᾶς, παντοδύναμε Σωτήρ, ἐλέησον ἡμᾶς».
Τὸ Μέγα Σάββατο ἑορτάζουμε τὴν ταφὴ τοῦ Κυρίου ὑπὸ τοῦ Ἰωσὴφ καὶ τοῦ Νικοδήμου, καθὼς καὶ τὴν κάθοδο αὐτοῦ εἰς τὰ σκοτεινὰ βασίλεια τοῦ ἅδου. Ὅταν ὁ Κύριος πέθανε, ὡς ἄνθρωπος, καὶ χωρίσθηκε ἡ Ψυχὴ ἀπὸ τὸ Σῶμα Του, τότε τὸ μὲν Σῶμα Του, ἀπὸ τὸ ὁποῖο δὲν ἐχωρίσθει ἡ Θεότης τοῦ Κυρίου, τοποθετήθηκε σὲ τάφο. Ἡ Ψυχή Του, ἑνωμένη καὶ αὐτὴ μὲ τὴν παντοδύναμη Θεότητά Του, κατῆλθε στὸν ἅδη καί, ἀφοῦ τὸν νίκησε, ἀπελευθέρωσε τὶς ψυχὲς ποὺ κρατοῦνταν ἐκεῖ.
«Σιγησάτω πάσα σὰρξ βροτεία, καὶ στήτω μετὰ φόβου καὶ τρόμου, καὶ μηδὲν γήϊνον ἐν ἐαυτὴ λογιζέσθω· ὁ γὰρ Βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων, καὶ Κύριος τῶν κυριευόντων, προσέρχεται σφαγιασθῆναι, καὶ δοθῆναι εἰς βρῶσιν τοῖς πιστοῖς· προηγοῦνται δὲ τούτου, οἱ χοροὶ τῶν Ἀγγέλων, μετὰ πάσης ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας, τὰ πολυόμματα Χερουβείμ, καὶ τὰ ἑξαπτέρυγα Σεραφείμ, τὰς ὄψεις καλύπτοντα, καὶ βοώντα τὸν ὕμνον· Ἀλληλούϊα, Ἀλληλούϊα, Ἀλληλούϊα».
ΠΗΓΗ:http:www.imkifissias.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου