του Νίκου Σαραντάκου
Την εβδομάδα που μας πέρασε ψηφίστηκε από τη Βουλή το νομοσχέδιο για τις αποκρατικοποιήσεις, έστω και με κάποιες απώλειες, αφού επιμέρους άρθρα καταψηφίστηκαν, όσο κι αν προσπαθούσε ο προεδρεύων της Βουλής κ. Τραγάκης να μας πείσει ότι βάσει των νέων μνημονιακών μαθηματικών που πρόκειται να εισαχθούν, το 146 θα θεωρείται μεγαλύτερο από το 147 όταν συμφέρει την κυβέρνηση. Έτσι, ψηφίστηκε η κατάργηση του ελάχιστου ποσοστού συμμετοχής του δημοσίου σε μια σειρά μεγάλους πρώην δημόσιους οργανισμούς· και δεν είναι τυχαίο ότι το μέτρο που έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση, που σχολιάστηκε δυσμενέστερα από την κοινή γνώμη, ήταν η αποκρατικοποίηση της ΕΥΔΑΠ. Βλέπετε, το νερό θεωρείται από τα στοιχειώδη αγαθά για τη ζωή, είμαστε μαζί του από την αρχή του χρόνου, σε αντίθεση, ας πούμε, με νεόκοπους πόρους όπως το πετρέλαιο ή τον ηλεκτρισμό, οπότε εύλογο είναι να το θεωρούμε αναπαλλοτρίωτο αγαθό. Για το νερό θα μιλήσουμε σήμερα, όσο μπορούμε ακόμα χωρίς να πληρώνουμε τέλη.
Λέμε «νερό», αλλά οι αρχαίοι της κλασικής εποχής έλεγαν «ύδωρ», όπως και οι παλιότεροι αρχαίοι της εποχής του Ομήρου. Τη λέξη την κράτησε ζωντανή η καθαρεύουσα, έστω κι αν κανείς ποτέ δεν ζήτησε ύδωρ για να πιει, κυρίως σε σύνθετα και παράγωγα, από το υδραγωγείο και την ύδρευση ως τις νεότατες υδατοκαλλιέργειες, ή το βαρύ ύδωρ της χημείας, ή την Εταιρεία Υδάτων όπως λεγόταν παλιότερα η ΕΥΔΑΠ, η οποία ακόμα πιο παλιά λεγόταν Ούλεν, από το όνομα της αμερικάνικης εταιρείας του κ. Henry Ulen, που κατασκεύασε το δίκτυο ύδρευσης της πρωτεύουσας και μας χάρισε το σιντριβάνι του Ζαππείου, όπου μάλιστα τοποθετήθηκε επιγραφή σε άπταιστη καθαρεύουσα («Ο πίδαξ ούτος εδωρήθη τω ελληνικώ έθνει…» — την επόμενη ίσως τη γράψουν στα γερμανικά).
Το ύδωρ έγινε νερό τους πρώτους αιώνες της νέας χρονολογίας. Το τρεχούμενο, το φρέσκο νερό, οι αρχαίοι το έλεγαν «νεαρόν ύδωρ» ή «νηρόν ύδωρ» με τη συναίρεση. Ο Φρύνιχος, ο πρώτος λαθοθήρας στην ιστορία της ελληνικής γλώσσας (σήμερα έχουμε πολλούς) δεν αγαπούσε τις καινοτομίες, και δεν ήθελε να λένε «νηρόν» το φρέσκο νερό, και διάταζε τους μαθητές του: Νηρόν ύδωρ ουκ είποις, αλλά πρόσφατον, ακραιφνές. Ευτυχώς τη γλώσσα τη διαμορφώνουν ισότιμα όλοι, κι έτσι πέρασε το θέλημα της πλέμπας κι όχι του γεροδάσκαλου, και η έκφραση «νηρόν ύδωρ» καθιερώθηκε, κι ύστερα το ουσιαστικό (ύδωρ) έφυγε και το επίθετο (νηρόν) μετατράπηκε σε ουσιαστικό.
Αυτό το φαινόμενο, η απόπτωση του ουσιαστικού και η ουσιαστικοποίηση του επιθέτου, συμβαίνει πολύ συχνά στη γλώσσα μας, από παλιά (ποντικός μυς > ποντικός, συκωτόν ήπαρ > συκωτόν > συκώτιον) ως τα σήμερα (κινητό τηλέφωνο > κινητό). Παράλληλα με το «νηρόν» εμφανίζεται και ο τύπος «νερόν», π.χ. σε ελληνολατινικά γλωσσάρια του 280 μ.Χ. διαβάζουμε διαλόγους εστιατορίων της εποχής, όπως: Πλύνον ποτήριν. Βάλε νερόν. Πρόσθες άκρατον, ενώ στα πρακτικά της Οικουμενικής Συνόδου του 451, ένας επίσκοπος που διάλεξε λάθος αίρεση και τον έβαλαν στο φρέσκο, παραπονιέται ότι δεν του έδιναν ούτε νερό: «Και ταύτα έπαθα. Μα τας δυνάμεις του θεού, νηρόν εζήτησα και ουκ έδωκάν μοι. Επί τρίμηνον είχον με εγκατάκλειστον…». Κι έτσι από το ύδωρ φτάσαμε στο νερό.
Η τεράστια σημασία του νερού στη ζωή και στον πολιτισμό μας, φαίνεται και από την επιρροή του στη φρασεολογία μας. Λέμε «έριξε νερό στο κρασί του» για κάποιον που έγινε πιο διαλλακτικός, «του γλυκού νερού» για κάποιον άπειρο, «έβαλε το νερό στ’ αυλάκι» για μια δουλειά που άρχισε σωστά, «δεν έπεσε κι η ζάχαρη στο νερό» όταν δεν υπάρχει ανάγκη για βιασύνη, «το ξέρει νεράκι» για τους μαθητές που αποστήθισαν τέλεια το μάθημά τους, «κάνει νερά» για κάποιον που αμφιταλαντεύεται, που δεν είναι αξιόπιστος, «πίνουν νερό στ’ όνομά του» για κάποιον που χαίρει του σεβασμού όλων, «πνίγεται σε μια κουταλιά νερό» για κάποιον που τα χάνει με την παραμικρή περιπλοκή, «δεν δίνει του αγγέλου του νερό» για κάποιον φιλάργυρο και άσπλαχνο, «ίσα βάρκα ίσα νερά» για μια επιχείρηση που δεν αποδίδει κέρδος αλλά ούτε προκαλεί ζημιά, «μοιάζουν σαν δυο σταγόνες νερό» για δυο ολόιδιους ανθρώπους, «σαν τα κρύα τα νερά» για μια δροσερή, ελκυστική κοπέλα, «έκανε μια τρύπα στο νερό» για κάποιον που δεν κατάφερε τίποτα, που απέτυχε παταγωδώς, «τον φέρνω στα νερά μου» όταν καταφέρνω να προσεταιριστώ κάποιον, να τον κάνω να συμφωνήσει μαζί μου, «ψαρεύω σε θολά νερά» όταν επωφελούμαι από τη σύγχυση που επικρατεί», «νερό κι αλάτι», φράση που τη λέμε για να δηλώσουμε ότι όσα είπαμε πρέπει πια να ξεχαστούν, «έδωσε γη και ύδωρ» που χαρακτηρίζει την πανικόβλητη, υποχωρητική στάση, ιδίως σε διαπραγματεύσεις με δανειστές· και «είπαμε το νερό νεράκι», φράση που φοβάμαι πως θα ακούγεται συχνά στο μέλλον.
Ο Νίκος Σαραντάκος είναι συγγραφέας, μεταφραστής και κατοικοεδρεύει στα sarantakos.wordpress.com και www.sarantakos.com.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου